- κόφτης
- οθηλ. κόφτρα1. ειδικός τεχνίτης στο να κόβει υφάσματα για κατασκευή ρούχων.2. το θηλ., κόφτρα δηλώνει τη γυναίκα που είναι επιτήδεια στο να αποσπά χρήματα και δώρα από τους εραστές της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.