κόφτης

κόφτης
ο
θηλ. κόφτρα
1. ειδικός τεχνίτης στο να κόβει υφάσματα για κατασκευή ρούχων.
2. το θηλ., κόφτρα δηλώνει τη γυναίκα που είναι επιτήδεια στο να αποσπά χρήματα και δώρα από τους εραστές της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόφτης — και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα 1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων 2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας 3. κόλακας 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • εύτυκος — εὔτυκος, ον (Α) (σπάν. τ. αντί εὔτυκτος*) 1. οικοδομημένος καλά («εὐτύκτους δόμους», Αισχύλ.) 2. έτοιμος («εὔτυκος γλῶσσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + τύκος «τσεκούρι, κόφτης»] …   Dictionary of Greek

  • κόπτης — ο, θηλ. κόπτρια βλ. κόφτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”